βλίτο

βλίτο
Μονοετής πόα της οικογένειας των αμαραντιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία αμάραντο το β.Το ύψος του φτάνει τα 30 έως 70 εκ. Έχει βλαστό διακλαδισμένο, φύλλα μακρόμισχα, ωοειδή ή ρομβοειδή, ακέραια, πράσινα, συχνά με ωχρές κηλίδες. Τα άνθη του είναι πρασινωπά, κατά πυκνές μασχαλιαίες ή επάκριες φόβες. Ο καρπός είναι κάψα, σχεδόν σφαιρική. Είναι αυτοφυές σε όλη την Ελλάδα. Ήταν γνωστό στους αρχαίους που το καλλιεργούσαν, όπως και τώρα, ως λαχανικό. Σπέρνεται στις αρχές της άνοιξης, ευδοκιμεί σε όλα τα εδάφη και αποτελεί δευτερεύουσα λαχανοκομική καλλιέργεια. Συγγενή είδη, που χρησιμοποιούνται συχνά ως λαχανικά, είναι ο αμάραντος ο λευκός και ο αμάραντος ο κυρτός.Ο αμάραντος ο οπισθόστροφος είναι μονοετής πόα, ύψους 20-80 εκ., χνουδωτή, με βλαστό ισχυρό, όρθιο, αραιά διακλαδισμένο και φύλλα ωχροπράσινα. Έχει άνθη πρασινωπά, σε στάχεις. Πρόκειται για είδος κοινό σε όλη την Ελλάδα που φυτρώνει σε απορρίμματα αλλά και σε καλλιεργούμενα χωράφια.
* * *
και βλίτρο, το (AM βλίτον και βλῆτον)
ονομασία φυτών της τάξης των Αμαραντωδών και κυρίως το αμάραντον το βλίτον (amarantum bletum)
νεοελλ.
φρ. «τρώει βλίτα», «είναι βλίτο», «είναι πιο κουτός κι απ' τα βλίτα» — είναι χαζός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που απαντά στους Ιπποκράτη, κωμικούς, Θεόφραστο, Διοσκορίδη κ.ά., ενώ μαρτυρείται και ως βλήτον σε μερικά χειρόγραφα πεζογράφων. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *μλ-ιτον (πρβλ. μύλη, αμαλδύνω), ενώ από μερικούς συσχετίζεται επίσης με το νέο άνω γερμ. Melde «το φυτό ατράφαξις» (*mel- dh-). Τα λατ. blitum «βλίτο» και bliteus «ανούσιος, μωρός» αποτελούν δάνεια από την Ελληνική. Το νεοελλ. βλίτρο < βλίτο, με ανάπτυξη του -ρ-. Τέλος αξιοσημείωτο είναι ότι με τη λ. βλίτον έχουν σχηματιστεί ορισμένες λέξεις που εκφράζουν την έννοια της μαλθακότητας, της μωρίας
πρβλ. βλιτάς, βλιτομάμμας, βλίτωνας
τους ευήθεις (Ησύχ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βλίτο — το 1. είδος άγριου χόρτου που τρώγεται βρασμένο ως σαλάτα. 2. φρ., «Τρώει βλίτα», είναι κουτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… …   Dictionary of Greek

  • συκομάμμας — ὁ, Α ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο μάμμας)] …   Dictionary of Greek

  • ατρίπληξ — (atriplex). Γένος φυτών της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Αριθμεί 140 είδη των εύκρατων και των υποτροπικών χωρών. Στην Ελλάδα φυτρώνουν 7 είδη: η α. ο κηπαίος, γνωστό κυρίως ως βλίτο ή χρυσολάχανο, φυτό εδώδιμο, η α. ο άλιμος, γνωστό κυρίως ως… …   Dictionary of Greek

  • mel-1 (also smel-), melǝ- : mlē-, mel-d- : ml-ed-, mel-dh-, ml-ēi- : mlī̆-, melǝ-k- : mlā-k-, mlēu- : mlū̆ - —     mel 1 (also smel ), melǝ : mlē , mel d : ml ed , mel dh , ml ēi : mlī̆ , melǝ k : mlā k , mlēu : mlū̆     English meaning: to grind, hit; fine, ground     Deutsche Übersetzung: “zermalmen, schlagen, mahlen”, speziell Korn; from “zerrieben”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”